- χερότερος
- -η, -ο, Νβλ. χειρότερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek